- προσανάπτω
- ΜΑπροσάπτω, αποδίδω σε κάποιον κάτι («τὸν λάρον... Ἡρακλεῑ προσανάπτει», Σχόλ. Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀνάπτω «αναρτώ, προσδένω, αποδίδω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσάναμμα — το, Ν [προσανάπτω] 1. εύφλεκτη ύλη που χρησιμοποιείται για το άναμμα φωτιάς 2. μτφ. έναυσμα … Dictionary of Greek